Ὀδυσῆα

Ὀδυσῆα
Ὀδυσσεύς
Odysseus
masc acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὀδυσῆ' — Ὀδυσῆα , Ὀδυσσεύς Odysseus masc acc sg (epic ionic) Ὀδυσῆι , Ὀδυσσεύς Odysseus masc dat sg (epic ionic) Ὀδυσῆε , Ὀδυσσεύς Odysseus masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθιδρύω — (AM καθιδρύω) θεμελιώνω, χτίζω, ανεγείρω, ιδρύω («ὑπ αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε», ΠΔ) νεοελλ. καθιερώνω, θεσπίζω μσν. αρχ. παθ. καθιδρύομαι κατοικώ, εγκαθίσταμαι κάπου αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω κάποιον («Τηλέμαχος δ… …   Dictionary of Greek

  • κλάζω — (Α) 1. βγάζω οξύ και διαπεραστικό ήχο 2. (για πτηνά) κρώζω («αἰετός... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες ἐπέδραμον», Ομ. Οδ.) 4. (για άψυχα) αντηχώ, συρίζω, βουίζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • λύθρος — (I) λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α) 1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.) 2. κηλίδα από τέτοιο αίμα 3. το ακάθαρτο… …   Dictionary of Greek

  • χολωτός — ή, όν, Α 1. ο γεμάτος θυμό, οργισμένος («νείκειον δ Ὀδυσῆα χολωτοῑσιν ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (πιθ. στον Λουκιαν., με κυριολ. σημ.) ο γεμάτος χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”